- Διωναιος
- Διωναῖος3[Διώνη] дионин
(Κύπρις Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Κύπρις Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Διωναίη — Διωναῖος Dione fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διωναίην — Διωναῖος Dione fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διωναίης — Διωναῖος Dione fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διωναίῃ — Διωναῖος Dione fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διωναία — Διωναίᾱ , Διωναῖος Dione fem nom/voc/acc dual Διωναίᾱ , Διωναῖος Dione fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)